- τοπομαχικός
- η , ό[ν] воен, позиционный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοπομαχικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στην τοπομαχία 2. το ουδ. ως ουσ. το τοπομαχικό βαρύ και δυσμετακίνητο πυροβόλο μεγάλου διαμετρήματος, που τοποθετείται σε μόνιμα οχυρά και σε τέτοιες θέσεις ώστε τα πυρά του να ελέγχουν ευρύτερη κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek
τοπομαχικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την τοπομαχία: Τοπομαχικές επιχειρήσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., τοπομαχικό, το βαρύ πυροβόλο τοποθετημένο μόνιμα σε οχυρό, κάθε βαρύ πυροβόλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)